-
1 συνανέρχομαι
A come or rise up with, τινι A.R.2.913, Arat.561, prob.l. in Ph.1.311;εἰς τὴν μητρόπολιν BGU638.10
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνανέρχομαι
См. также в других словарях:
συνανέρχομαι — ΜΑ 1. ανέρχομαι μαζί με κάποιον ή στο ίδιο σημείο («συνανελθεῑν μοι εἰς τὴν μητρόπολιν», πάπ.) 2. επανέρχομαι μαζί με άλλον 3. έρχομαι μαζί με κάποιον («συνανῆλθε δὲ καὶ ὁ τούτου πατήρ», Θεοδώρ.) … Dictionary of Greek